- ακρόπλους
- ἀκρόπλους, -ουν (ασυναίρ. -πλοος, -πλοον) (Α)1. αυτός που πλέει στην επιφάνεια, που περνώντας μόλις αγγίζει την επιφάνεια τού νερού2. επιφανειακός, επιπόλαιος«νόος ἀκρόπλοος καὶ ἀβέβαιος» (Ιπποκρ. Επιστ. 18).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πλοῡς].
Dictionary of Greek. 2013.